- κρατητά
- επίρρ. осторожно, сдержанно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Κράτητα — Κράτης neut nom/voc/acc pl Κράτης masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
MESSOA — urbs Laconiae et tribus eiusdem. Steph. Sed pars fuit urbis Spartae, Salmasio, unde Alcmana fuisse, tradit Suidas, Α᾿λκμὰν Λάκων ἐκ Μεσσόας. κατὰ δὲ τὸν Κράτητα τῷ ὄντι Λυδὸς ἐκ Σαρδέων, Alcuman Laco ex Messoa, iuxta Cratetem vero revera Lydus ex … Hofmann J. Lexicon universale
θυρεπανοίκτης — θυρεπανοίκτης, ὁ (Α) 1. (για τον φιλόσοφο Κράτητα που γινόταν παντού ευχαρίστως δεκτός) αυτός για τον οποίο ανοίγονται όλες οι πόρτες 2. αυτός που παραβιάζει τις πόρτες 3. στον πληθ. οἱ θυρεπανοῑκται οι διαρρήκτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + επ… … Dictionary of Greek
κρατητός — ή, ό (Α κρατητός, ή, όν) [κρατώ] αυτός που συγκρατείται από άλλον ή αυτός που συγκρατεί τον εαυτό του αρχ. αυτός που μπορεί κανείς να τόν νικήσει. επίρρ... κρατητά με πολλή προσοχή, συγκρατημένα, σιγά σιγά … Dictionary of Greek
παρμενίσκος — Έλληνας γραμματικός που έζησε τον 1o αι.π.Χ. Είχε γράψει σχόλια για τον Όμηρο τον Άρατο και τους τραγικούς. Ήταν επίσης μυθογράφος. Το μόνο γνωστό σύγγραμμά του είναι το Προς Κράτητα. * * * ὁ, Α κόσμημα τής θύρας … Dictionary of Greek